- κηριοποιός
- κηριοποιός, -όν (Α)αυτός που κατασκευάζει κηρήθρα («ἔστι δὲ ταῡτα, ὅσα κηριοποιά, οἷον αἱ μέλιτται καὶ τὰ παραπλήσια τὴν μορφή ν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηριοποιά — κηριοποιός making honeycombs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)